- ρέυλη
- το, Νμετρολ.-φυσ. φωτομετρική μονάδα τής οπτικής, κατάλληλη για τη μέτρηση τού αριθμού τών φωτονίων που εκπέμπονται στη μονάδα τού χρόνου προς όλες τις διευθύνσεις από μία στήλη, διατομής ίσης με τη μονάδα επιφάνειας η οποία περιβάλλει την οπτική ευθεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα τού Άγγλου φυσικού Rayleigh].
Dictionary of Greek. 2013.